- ύπουλος
- -η, -ο / ὕπουλος, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που κάτω από την φαινομενική καλωσύνη ή υγεία κρύβει κακό ή κακά (α. «ύπουλη νόσος» β. «οἰδεῑ καὶ ὕπουλός ἐστιν ἡ πόλις», Πλούτ.γ. «κάλλος κακῶν ὕπουλον», Σοφ.)2. (για πρόσ.) κρυψίνους, δόλιος, υποκριτικός (α. «ύπουλη γυναίκα» β. «ὕπουλος ἀνήρ, δίκτυον κεκρυμμένον», Μέν.γ. «ὕπουλος τὴν ψυχήν», Πλάτ.)αρχ.(για έλκη ή τραύματα) αυτός που έχει επιφανειακά θεραπευθεί ή επουλωθεί.επίρρ...υπούλως / ὑπούλως, Ν ΜΑ, και ύπουλα Νμε τρόπο ύπουλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -ουλος (< οὐλή), πρβλ. ἔπ-ουλος. Το επίθ. αναφερόταν αρχικά σε τραύματα και σήμαινε «αυτός που έχει φαινομενικά επουλωθεί», ενώ αργότερα απέκτησε ηθική σημ. «αυτός που είναι φαινομενικά καλός, υποκριτικός, κρυψίνους, δόλιος»].
Dictionary of Greek. 2013.